- αμαξοτροχός
- ο колесо экипажа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμαξοτροχός — ο (Μ ἁμαξοτροχός Ν και αμαξότροχος) τροχός άμαξας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + τροχός] … Dictionary of Greek